Αποχαιρετισμός, Γιάννης Ρίτσος
Α Π Ο Χ Α Ι Ρ Ε Τ Ι Σ Μ Ο Σ ( Ο Γρηγόρης ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά ). Τέλειωσαν πια τα ψέματα – δικά μας και ξένα Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δεν μπορείς πια Να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει. Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω, Να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ – ( για ποιόν; Για μένα; Για τους άλλους; ) Πρέπει. Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατό μου μια ύστατη γνώση, η γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω. Οι άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι ησυχία – σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί ή να πεθάνει ένας μάρτυρας, και περιμένεις ν’ ακουστεί μια πελώρια κραυγή ( του παιδιού ή του Θεού ), μια κραυγή πιο τρανή απ’ τη σιωπή Που θα ρίξει τα τείχη του πριν, του μετά και του τώρα, να μπορέσεις να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μια άχρονη στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα. Μαρμαρωμένη ησυχία, – μ’ όλο που ακούγονται Οι ντουφεκιές κ’ οι φωνές – πόσο ξένα, δεν ακούγονται, χα