Ο τελευταίος υπερασπιστής, Γιώργος Χριστοδούλου


Απευθύνω πρόσκληση σε όλους τους πολεμιστές. Σε όσους είναι τρελοί, επαναστάτες, αναρχικοί. Σε όσους πιστεύουν σε κάποιες Αρχές και Αξίες. Ελάτε όλοι μαζί να υπερασπιστούμε το τελευταίο οχυρό: το κάστρο της Λευτεριάς και των Ιδανικών! Σαλπίζει ο πολεμικός παιάνας, αντηχεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Ελάτε, μην χασομεράτε! Όλοι μαζί να σύρουμε το χορό της Λευτεριάς, καθώς θα μπαίνουμε στο κάστρο για μάχη μέχρι την τελική Νίκη!


  Φέρνω στη σκέψη μου τον καιρό που υπηρετούσα στο κάστρο. Πιο πολύ απ' όλα, θυμάμαι δυο πράγματα: το τοπίο και μια ιστορία που θα σας πω μετά. Ας τα πάρουμε από την αρχή. Όλα ήταν μαγευτικά: ο Ήλιος που ξεπρόβαλλε θριαμβευτικά από τα σύννεφα ως ο εγγυητής της θείας δικαιοσύνης. Το ουράνιο τόξο έσχιζε τον ουρανό, δείχνοντας το Δρόμο και ενώνοντας το καταπράσινο βουνό που έσβηνε στη θάλασσα. Όλα συνυπήρχαν τόσο αρμονικά μεταξύ τους, που νόμιζες ότι όλα ήταν καλά και κακό δεν υπήρχε πουθενά πάνω στη γη. Όταν ήμασταν μικροί, μας λέγανε ότι στην άλλη άκρη του ουράνιου τόξου, ζούσε μια κακιά μάγισσα, που είχε βαλθεί να καταστρέψει το βασίλειό μας, το οποίο δέσποζε σ' ένα βουνό που έβλεπε τον πανέμορφο κόλπο της Μόρφου.
  Πλέον είμαι αρκετά μεγάλος, ώστε να μην πιστεύω στα παραμύθια. Όμως, και αυτά "κρύπτουν νουν αληθείας". Μάγισσες δεν υπάρχουν. Μόνο άνθρωποι κακοί που επιβουλεύονται το βασίλειό μας. Πέρσες, Ενετοί, Φράγκοι, Τούρκοι, Σαρακηνοί κι οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ μας πολιορκούν εδώ και 44 χρόνια. Όμως, αυτό το κάστρο, αυτό το οχυρό δεν θα πέσει. Ξέρετε γιατί; Πολύ απλά, το κάστρο μας είναι κτισμένο πάνω σε γερά θεμέλια: Αρχές, Αξίες, Ιδανικά, Λευτεριά. Τούτα τα τέσσερα,  αρκούν για να κερδίσουν όλες τις αρμάδες του κόσμου, όλες τις φυλές, όλους τους οχτρούς! Τούτη η γη όσο θα έχει άνδρες γενναίους, καμωμένους με αυτά τα τέσσερα συστατικά, δεν θα πέσει ποτέ στα χέρια τους! Οι άλλοι οι κακομοίρηδες έχουν μόνο την κακεντρέχεια, το δόλο, την ψευτιά και την προδοσία. Πόσο μικροί μπορεί να είναι; Τους λυπάμαι...
  Σ' αυτό το σημείο, λοιπόν, θα πω την ιστορία μου. Μια νύκτα του Νοέμβρη, όπως όλες τις άλλες, έβγαζα βάρδια. Η πάχνη της νύκτας σκέπαζε τα πάντα, όπως το σάβαρο τους κεκοιμημένους. Τρομακτική, νεκρική σιγή κυριαρχούσε στη φύση, λες και ήθελε να με προειδοποιήσει για το επερχόμενο κακό. Σιμά μου είχα για παρέα, μια υπέροχη σκυλίτσα. Οι άλλοι την βασάνιζαν και την περίπαιζαν, αλλά εγώ την υπερασπιζόμουν. Μια μέρα μάλιστα, είχα λογομαχήσει έντοντα μαζί τους:
-Μεν την περιπαίζετε, τι σας έκαμε τούτο το πλάσμα του Θεού. Αήστε την ήσυχη, μεν την ενοχλάτε.
-Εν θα μας πεις εσύ ρε γάρε τι εν να την κάμουμεν. Θόρε την μερκά σου, ρε παλαβέ!
Έτσι είχα βρεθεί απομονωμένος από τους άλλους. Με θεωρούσαν μισότρελο και προβληματικό. Ας είναι. Ο σκύλος μου έφτανε και μου περίσσευε για συντροφιά. Του 'λεγα τα όνειρά μου, ιστορίες, παραμύθια με δράκους, νεράϊδες, μάγισσες και βασιλιάδες. Και με άκουγε η γλυκιά μου, τόσο προσεκτικά. Και με έβλεπε με εκείνα να πάντοτε υγρά και δακρυσμένα της μάτια. Αυτό μου αρκούσε. Δυο μάτια να με βλέπουν και να με πονούν. Τίποτ' άλλο.
Εκείνη τη νύκτα, πάγωσαν οι καρδιές μας. Το αίμα μας σταμάτησε να ρέει. Κρύος ιδρώτας μας περιέλουζε. Στην αγκαλιά του σκληρού και αδυσώπητου σκότους επλίζαμε να σβητούν οι φόβοι και τα βάσανά μας μια για πάντα.
  Οι ώρες περνούσαν αργά και βασανιστικά μέχρι που τη σιωπή της αδιάφορης Φύσης έσπασε ο σιγμός του φιδιού. Μας πλησίασε απειλητικά και με μιας η μορφή της σκυλίτσας άστραψε ολάκερη σαν ήλιος, μια θεϊκή δύναμη μπήκε στη ψυχή της. Φαίνεται πως ήταν το πεπρωμένο της. Η αέναη μάχη του φωτός με το σκοτάδι, της ζωής και του θανάτου, της βίας και της ομορφιάς μόλις είχε αρχίσει. Η γλυκιά σκυλίτσα χτύπησε το φίδι και μαζί κυλίστηκαν κάτω από το κάστρο στον γκρεμό. Πήγαν να μας χτυπήσουν με δόλο, αυτοί είχαν στείλει το φίδι. Είμαι σίγουρος. Τόσο δειλοί ήταν... Εν τω μεταξύ, η μάχη αυτή ζωής και θανάτου, γρήγορα εξελίχθηκε σε κάτι πολύ ανώτερο που ο αφτέρουγος κοινός νους δεν μπορεί να το συλλάβει: έγινε σύγκρουση του Καλού και του Κακού, του Θεού με το Διάβολο, μια κανονική Δευτέρα Παρουσία.
  Η σκυλίτσα είχε κατατροπώσει το φίδι, που δυστυχώς, πρόλαβε και έριξε το δηλητήριό του. Η κακόμοιρη γύρισε ματωμένη και λαβωμένη από τη μάχη. Μη αντέχοντας πλέον, έπεσε κάτω και λιποθύμησε. Την πήρα πάνω μου και την κουβάλησα. Απελπισμένος φώναζα "Βοήθεια χριστιανοί! Κάποιος να με βοηθήσει!" Κανείς δεν άκουγε. Τότε, μπήκα στο ιατρείο, σπάζοντας την πόρτα για να βρω κάτι να της κλείσει την πληγή. Αφού έπλυνα τη λαβωματιά, της έβαλα επίδεσμο. Μαζί της ήμουν όλο το βράδυ. Ανήσυχος κοιμήθηκα μαζί της. Όσο γινόταν δηλαδή.
  Τα χαράματα ξύπνησα και δεν ήταν δίπλα μου. Την έψαχνα παντού μέχρι που τη βρήκα ξεψυχισμένη μέσα στην τάφρο, μέσα σε λουτρό αίματος. Τι συμφορά ήταν αυτή Θεέ μου! Ο τελευταίος υπερασπιστής χάθηκε!
  Τη θάψαμε τελικά κάτω από ένα σταυροειδή στύλο, στο γκρεμό που ενωνόταν το βασίλειό μας με το στρατόπεδο των οχτρών. Στη νεκρή ζώνη, όπου το Καλό και το Κακό θα συναντηθούν ξανά για την τελική μάχη. Η σκυλίτσα, έχοντας σκεπαστεί από το χώμα, καθάρισε τη ψυχή της και πάνοπλη πλέον, αναμένει την Έσχατη Κρίση, για να αγωνιστεί ως ο τελευταίος υπερασπιστής στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Για τη θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου

Γιατί πρέπει να μάθουμε ιστορία;

Ανατροπή, Γιώργος Χριστοδούλου