Κωστής Παλαμάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου
Ο "Δωδεκάλογος του Γύφτου" είναι ένα συνθετικό ποίημα που εκδόθηκε το 1907 και αποτελείται από δώδεκα λόγους. Σ' αυτό ο γύφτος συμβολίζει την ψυχή που δεν υποτάσσεται σε τίποτα, αλλά συνέχεια προσπαθεί να δημιουργήσει κάτι καινούργιο και στερεό, γκρεμίζοντας ο,τιδήποτε παλιό. Ο Κ. Παλαμάς έγραψε τον "Προφητικό" δέκα χρόνια μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Σ' αυτόν ο ποιητής παρουσιάζει ως προφητείες τα γεγονότα που έχουν ήδη συμβεί στην εποχή του. Το σκηνικό τοποθετείται στο Βυζάντιο. Η πολιτική ηγεσία είχε παραδοθεί στην αδιαφορία και τη διαφθορά, με αποτέλεσμα να μην συνειδητοποιήσει την τουρκική απειλή, που ολοένα και πλησίαζε. Στο απόσπασμα αυτό, ο ποιητής - προφήτης πληγωμένος από την αδιαφορία της πολιτικής ηγεσίας και των συμπολιτών του, προβλέπει αρχικά τον ξεπεσμό της χώρας του, αλλά στο τέλος εκφράζει την ελπίδα για την ανάσταση και αναγέννηση του ελληνικού έθνους.
Μες τις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θα ‘ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν’ απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμμι.
Θα ‘ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου· γέρνεις· όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.
Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές·
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές·
θα σε κλαίν’ τα κλαψοπούλια στ’ αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
.................................
Και θα φύγεις κι απ’ το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θα ‘βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα, -
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου